- έτελις
- ἔτελις, ὁ (Α)είδος ψαριού.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Σύμφωνα με μία υπόθεση η λ. συνδέεται με λατ. attilus «είδος ψαριού τού ποταμού Πάδου», ενώ κατ' άλλους θεωρείται παράγωγο τού έταλον. Και οι δύο υποθέσεις δεν φαίνονται πολύ πειστικές].
Dictionary of Greek. 2013.